Τα πουλιά δίπλα στο σπίτι τον χειμώνα

Καθώς μένω σε ένα παλιό σπίτι αλλά σε μία μάλλον προνομιούχα θέση στα Κάστρα της Θεσσαλονίκης, έχω την ευκαιρία να παρατηρώ τα πουλιά πάνω στο τείχος αλλά κι αυτά που διέρχονται μεταξύ της πόλης και του Περιαστικού Δάσους ή των λιμνών Κορώνεια και Βόλβη.

Αν ανέβεις στην ταράτσα τώρα τον χειμώνα θα δεις πάντα, στο κάστρο και στις στέγες των σπιτιών, τους καρβουνιάρηδες και τις καρακάξες. Δυστυχώς όμως η Θεσσαλονίκη, όπως και η Αθήνα, δεν είναι φιλόξενη πόλη για τα πουλιά. Σε λίγα μόνο πάρκα ή στα δέντρα των νεκροταφείων θα καταφύγουν οι κοκκινολαίμηδες και οι βασιλίσκοι ή άλλα πουλιά που τον χειμώνα κατεβαίνουν από τα υψηλότερα υψόμετρα.

Όλες οι πόλεις στην Ευρώπη τον χειμώνα φιλοξενούν κοκκινολαίμηδες. Για αυτό οι Άγγλοι το θεωρούν το πουλί των Χριστουγέννων. Προσπαθούν μάλιστα να κρατήσουν κοντά τους, αυτόν και την γαλαζοπαπαδίτσα, φτιάχνοντας μικρές ταΐστρες στα μπαλκόνια και τις αυλές, τις οποίες τα πουλιά έμαθαν και επισκέπτονται συστηματικά όπου τις βρουν. Οι Άγγλοι κάθονται πίσω από τα παράθυρα ή περπατούν αργά, πάνω στο καλοκουρεμένο τους γκαζόν, και παρατηρούν τα πουλιά. Στο μονότονο τοπίο των πόλεων και των χωριών αυτής της χώρας φαίνεται ότι το birdwatching είναι μία παρηγοριά. Είναι τόσο έντονο μάλιστα το ενδιαφέρον των Άγγλων για τα πουλιά που δημιουργήθηκε ολόκληρο κίνημα για την διατήρηση της παλιάς συσκευασίας του γάλακτος. Αυτό έχει ως εξής: οι γαλαζοπαπαδίτσες είχαν μάθει να τρυπούν το αλουμινένιο κάλυμμα στο στόμιο του μπουκαλιού, που άφηνε ο γαλατάς κάθε πρωί στο σκαλοπάτι, και να τσιμπολογούν τον πρωτεϊνούχο αφρό. Όταν άρχισε να αλλάζει τη συσκευασία του γάλακτος οι Άγγλοι παρατηρητές πουλιών συντονίστηκαν σε ένα μεγάλο ρεύμα διαμαρτυρίας και η παλιά συσκευασία παρέμεινε. Μάλιστα το κλασικό βιβλίο αναγνώρισης των πουλιών στην σελίδα με την γαλαζοπαπαδίτσα την παριστάνει πάνω σε ένα μπουκάλι γάλακτος.

Αυτά στην Αγγλία, όπου ο τζίρος των κατασκευών τύπου ταΐστρας και των σπόρων που βάζουν σε αυτούς είναι πολύ υψηλός – ίσως και εκατοντάδων χιλιάδων λυρών τον χρόνο. Στην Ελλάδα πολλοί κάτοικοι των πόλεων κάνουν κάτι παρόμοιο. Εδώ βέβαια είναι πιο δύσκολα τα πράγματα γιατί υπάρχουν πολλές αδέσποτες γάτες που κυνηγάνε τα πουλιά. Έτσι οι λίγοι Έλληνες λάτρεις των πουλιών βάζουν τις ταΐστρες ψηλότερα. Δεν φαίνεται όμως να υπάρχει ακόμα μεγάλη επιτυχία. Καλύτερα είναι όταν βάζει κάποιος ένα σπασμένο ρόδι ή ένα μήλο που μοιάζουν πιο φυσικά και τα πουλιά τα επισκέπτονται συστηματικά όταν τα ανακαλύψουν.

Οι Έλληνες όμως δεν καταφεύγουν πολύ στην λύση αυτή. Προτιμούν να βγαίνουν λίγο έξω από την πόλη, κάτι σχετικά εύκολο στην Θεσσαλονίκη που έχει δίπλα της το μακρόστενο περιαστικό δάσος, όχι όμως το ίδιο εύκολο στην Αθήνα και πολλές άλλες πόλεις.

Οι πιο προνομιούχοι είναι οι κάτοικοι των χωριών. Εκεί τα πουλιά έρχονται δίπλα στα σπίτια καθώς υπάρχουν δένδρα και θάμνοι με φυσικές πηγές τροφής. Οι κάτοικοι των χωριών είχαν παλιότερα την συνήθεια να πιάνουν τον χειμώνα τα πουλιά, ρίχνοντας σπόρους κάτω από μία μεγάλη παγίδα σαν κλουβί το οποίο στηρίζονταν στη μία του άκρη με ένα ξύλο. Όταν μαζεύονταν πολλά πουλιά τραβούσαν το ξύλο και αυτά παγιδεύονταν. Το έχω ζήσει μικρός και ήταν πολύ μεγάλη η χαρά μας που βλέπαμε τα πουλιά από κοντά. Το είχε κάνει ο πατέρας μου για να τα δούμε. Άλλοι όμως έκαναν το ίδιο με άλλο σκοπό και τα πουλιά κατέληγαν στο τηγάνι.

Τα χρόνια έχουν περάσει και τα ήθη έχουν αλλάξει. Τα ενδιαφέροντα των ανθρώπων στα χωριά είναι πλέον πολύ διαφορετικά, ίδια σχεδόν με αυτά των ανθρώπων των πόλεων, και οι νεότεροι σχεδόν δεν έχουν καμία γνώση για τα ονόματα και τις συνήθειες των πουλιών. Αυτή ήταν μία γνώση που μεταφέρονταν από τον πατέρα ή τον παππού στο παιδί. Σήμερα αυτό δεν συμβαίνει. Η προηγούμενη γενιά ήθελε να είναι νεωτερική και περιφρονούσε κάθε παλιά συνήθεια. Η επόμενη, τα σημερινά παιδιά ασχολούνται με τα κινητά και την ιδιαίτερη διασκέδαση που απευθύνεται στην παιδική ηλικία. Έτσι η παλιά γνώση σχεδόν χάθηκε.

Η εκπαίδευση επίσης δεν οδηγεί στην αναγνώριση του άμεσου περιβάλλοντος, των φυτών και των ζώων. Οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί είναι αδιάφοροι και όπως διαπίστωσα κάποιες φορές που μίλησα σε σχολεία, οι δάσκαλοι θεωρούν ότι η γνώση των ειδών που μας περιβάλλουν είναι κάτι πολύ δευτερεύον και οι ίδιοι κάθονται στο τέλος της αίθουσας ψιθυρίζοντας. Σε ορισμένες άλλες χώρες είναι πολύ διαφορετικά. Η γνώση για το φυσικό περιβάλλον του κάθε τόπου θεωρείται κάτι πολύ σημαντικό. Μου είχε κάνει εντύπωση μία Φιλανδή ορθόδοξη μοναχή, σε ένα μοναστήρι της Θεσσαλίας, που μπορούσε και αναγνώριζε όλα τα είδη γύρω από το μοναστήρι. Μου είπε ότι το είχε μάθει στο δημοτικό.

Εδώ δεν είναι έτσι. Η παρατήρηση των πουλιών εισάγεται σαν χόμπι από την Δυτική Ευρώπη. Μάλιστα, ακόμα η παρατήρηση των πουλιών δεν θεωρείται κάτι σπουδαίο. Αντί για αυτό στην Ελλάδα έχει αναπτυχθεί τελευταία η φωτογράφηση των πουλιών. Μου έκανε εντύπωση ότι από τους δεκάδες συμμετέχοντες στο «Σχολείο πουλιών» που είχαμε οργανώσει στην Θεσσαλονίκη, οι περισσότεροι έγιναν φανατικοί φωτογράφοι πουλιών και ελάχιστοι είναι αυτοί που θα βγουν στη φύση μόνο με τα κιάλια τους. Η φωτογράφιση πουλιών γίνεται κατά κάποιον τρόπο ένα φανατικό χόμπι που περιλαμβάνει την άμιλλα για τις καλύτερες φωτογραφίες και τον μεγαλύτερο αριθμό φωνογραφημένων ειδών.

Πάλι όμως ξέφυγα. Για την παρατήρηση των πουλιών ήθελα να μιλήσω και μάλιστα την εποχή του χειμώνα.

Η παρατήρηση των πουλιών είναι κάτι άλλο. Όταν κανείς γνωρίσει τα είδη μπορεί να βγει στο μπαλκόνι και να βλέπει όχι πλέον πουλιά ανώνυμα και αδιαφοροποίητα, αλλά: κοκκινολαίμηδες, σπίνους, γαλαζοπαπαδίτσες, καλόγηρους, καρδερίνες, σιρλοτσίχλονα, λευκοσουσουράδες, σκουφοτσιροβάκους, χονδρομύτες, κίσσες, κοτσύφια, ξεφτέρια και βραχοκιρκίνεζα.

Η απόλαυση είναι στο φευγαλέο πέταγμα, στην φωνή που θα ακούσεις – που τώρα το χειμώνα είναι η φωνή του συναγερμού κυρίως και όχι το κελάηδισμα, η κίνηση μέσα στα φυλλώματα, ο τρόπος που επιλέγουν την τροφή ή κατοπτεύουν τον χώρο, τα μικρά σμήνη που δημιουργούνται, το τακ-τακ του κοκκινολαίμη καθώς κινείται στα βάτα…

Αυτά έβλεπα τις τελευταίες 15 ημέρες στο Λευκοχώρι Αρκαδίας. Βέβαια, έχοντας κολλήσει το μικρόβιο της φωτογράφισης, ορισμένες φορές σήκωνα την φωτογραφική μηχανή, άλλες φορές με επιτυχία και άλλες χωρίς. Ο κότσυφας που καταφέρνεις να τον φωτογραφίσεις πιο εύκολα την άνοιξη τώρα είναι αεικίνητος καθώς με ένα τσίριγμα καταφεύγει πίσω από τα φυλλώματα. Θα έπρεπε να παραμονέψω για πολλή ώρα ακίνητος για να βγάλω μία καλή φωτογραφία. Δεν έβρισκα όμως νόημα σε αυτό.

Τις περισσότερες φορές έβγαινα στο μπαλκόνι μόνο για την θέα και την απόλαυση της ζωής γύρω. Το πρωί, τα χωράφια και οι ελαιώνες δίπλα είναι γεμάτα πουλιά. Τα δέντρα με τις αμάζευτες ελιές και η ροδιά με τα σκασμένα ανοιχτά ρόδια ήταν οι θέσεις όπου συγκεντρώνονται τα περισσότερα πουλιά. Το βράδυ ακούγονται από την ρεματιά τα τσακάλια. Θα έπρεπε να περιμένω λίγο ακόμα για να ακούσω και την βαθιά φωνή του μπούφου – του γούβη όπως τον λένε στην Πελοπόννησο. Πρέπει όμως να φύγω πάλι για την Θεσσαλονίκη. Τουλάχιστον οι υγρότοποι δίπλα στην πόλη είναι μία μεγάλη απόλαυση. Για μένα ίσως όχι τόσο, καθώς οι καταγραφές είναι μέρος των μελετών που κάνω. Για τον παρατηρητή πουλιών όμως, πού απλώς κάνει μία βόλτα με τα κιάλια του, μπορεί να είναι κάτι που δίνει χρώμα και έμπνευση στην ζωή του.

Ακολουθούν ορισμένες χειμωνιάτικες φωτογραφίες πουλιών από το μπαλκόνι στο Λευκοχώρι, Αρκαδίας.

Δημήτρης Γ. Μπούσμπουρας

Κοκκινολαίμης

Καλόγηρος
Γαλαζοπαπαδίτσα

Θηλυκός ή Νεαρός αρσενικός Σκουφοτσιροβάκος ή μαυροσκούφης (αμπελοπούλι στα Κυπριακά)
Σκουφοτσιροβάκοι (μαυροσκούφηδες)

Κίσσα με βελανίδι στην συκιά

Σπίνοι
Κοκκοθραύστης ή Χονδρομύτης που σπάει καρπό (όπως και η φωτογραφία κορυφής)
Ξεφτέρι